εξόντωση

εξόντωση
η
εξολόθρευση, αφανισμός, καταστροφή, ξεπάστρεμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξόντωση — η [εξοντώνω] πλήρης αφανισμός …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

  • εξοντωτικός — ή, ό [εξόντωση] 1. αυτός που αποβλέπει ή συντελεί στην εξόντωση, καταστρεπτικός («εξοντωτικός συναγωνισμός») 2. εκείνος που επιτυγχάνει την εξόντωση …   Dictionary of Greek

  • αλληλοεξόντωση — η [αλληλοεξοντώνομαι] αμοιβαία εξόντωση, εξόντωση τού ενός από τον άλλο …   Dictionary of Greek

  • Αλή μπέης — Όνομα διαφόρων Τούρκων αξιωματούχων που είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με την ιστορία του Ελληνισμού. 1. Ναύαρχος (17oς αι.). Πήρε μέρος στον 25ετή πόλεμο (1644 69) ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς για την κατοχή της Κρήτης. Οι Βενετοί, για… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρομάχη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα της Τροίας, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβης (Μυσίας) και σύζυγος του Έκτορα. Στην Ιλιάδα περιγράφεται ως πιστή και τρυφερή σύζυγος. Ονομαστή είναι η σκηνή του αποχαιρετισμού μεταξύ Έκτορα και Α. και ο θρήνος της… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον …   Dictionary of Greek

  • Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”